Ένα στυγερό έγκλημα συγκλονίζει τις τελευταίες ημέρες την Ινδία. Η αστυνομία στο Δελχί, συνέλαβε έναν νεαρό άνδρα – τον Aftab Poonawala – με την κατηγορία ότι δολοφόνησε τη σύντροφό του που ζούσε μαζί του επί τρία χρόνια.
Ισχυρίζονται ότι ο Poonawala δολοφόνησε την 27χρονη Shraddha Walkar τον Μάιο, έκοψε το σώμα της σε δεκάδες κομμάτια, τα φύλαξε στο ψυγείο του σπιτιού του και, τους τελευταίους μήνες, γυρνούσε και απέρριπτε – ένα κομμάτι κάθε φορά – σε διάφορα σημεία της πόλης.
Τώρα ο Poonawala τελεί υπό κράτηση και δεν έχει ακόμη προβεί σε καμία δημόσια δήλωση, αλλά την Τρίτη (22/11) δήλωσε σε δικαστήριο ότι «οι πληροφορίες που διαδίδονται εναντίον μου δεν είναι σωστές» και ότι «συνεργάζεται πλήρως με την αστυνομική έρευνα». Ο θάνατος ήρθε στο φως μόλις την περασμένη εβδομάδα, αφού ο πατέρας της 27χρονης δήλωσε την εξαφάνισή της.
Από εκείνη τη στιγμή και μετα ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για την φερόμενη δολοφονία έχουν γίνει καθημερινά πρωτοσέλιδα στην Ινδία. Το έγκλημα ονομάστηκε «ο φόνος του ψυγείου» και το τεράστιο ενδιαφέρον για την υπόθεση οδήγησε ειδησεογραφικές ιστοσελίδες να λειτουργούν ζωντανές σελίδες για την έρευνα που ενημερώνονται κάθε λίγα λεπτά.
Διαδηλωτές έκαψαν τα ομοιώματα του Poonawala απαιτώντας την αυστηρή τιμωρία του.
Δικηγόροι, ακτιβιστές και πρώην αστυνομικοί έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για την έντονη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης. Ο Vikram Singh, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε ως γενικός διευθυντής της αστυνομίας στην πολιτεία Uttar Pradesh, τη χαρακτήρισε «εξαιρετικά ανεύθυνη».
Η σχέση
Αν και η 27χρονη και ο Poonawala ζούσαν στην ίδια περιοχή στην πόλη της Βομβάης, η αστυνομία λέει ότι γνωρίστηκαν στο Bumble, μια εφαρμογή γνωριμιών. Αλλά στην καταγγελία εξαφάνισης στην αστυνομία της Βομβάης στις αρχές Οκτωβρίου, ο πατέρας της λέει ότι συναντήθηκαν το 2018 σε ένα τηλεφωνικό κέντρο όπου εργάζονταν και οι δύο.
Οι σχέσεις της Shraddha Walkar με την οικογένειά της ήταν τεταμένες, καθώς δεν ενέκριναν τη σχέση της με τον Poonawala .
Στην καταγγελία του στην αστυνομία, ο πατέρας της δήλωσε ότι είχε προσπαθήσει να την αποτρέψει από το να συγκατοικήσει μαζί του, καθώς «είμαστε Ινδουιστές και ο Aftab είναι μουσουλμάνος και δεν παντρευόμαστε εκτός της κάστας ή της θρησκείας μας».
Όμως το ζευγάρι άρχισε να ζει μαζί το 2019 και μετακόμισε στο Δελχί νωρίτερα φέτος και νοίκιασε ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σαρταπούρ Παχάντι. Οι φίλοι του ζευγαριού και η αστυνομία λένε ότι οι δυο τους καυγάδιζαν συχνά και κατηγορούν τον Poonawala ότι την κακοποιούσε.
Ο αστυνομικός Ankit Chauhan δήλωσε στο ANI ότι η νεαρή άρχισε να πιέζει τον Poonawala να την παντρευτεί και ότι «στις 18 Μαΐου έχασε την ψυχραιμία του και τη στραγγάλισε».
Ο πατέρας της Walkar απευθύνθηκε στην αστυνομία της Βομβάης αφού ειδοποιήθηκε από τους φίλους της ότι είχαν να ακούσουν νέα της εδώ και μερικούς μήνες και ότι το τηλέφωνό της ήταν απενεργοποιημένο.
Την Τετάρτη (23/11) ήρθε στην επιφάνεια ένα χειρόγραφο σημείωμα που σύμφωνα με την αστυνομία του Δελχί είχε γράψει η Walkar το 2020, στο οποίο είχε καταγγείλει στην αστυνομία της Βομβάης ότι την είχε ξυλοκοπήσει και «απειλούσε να τη σκοτώσει και να την κόψει σε κομμάτια» – αυτό ακριβώς που η αστυνομία ισχυρίζεται ότι συνέβη δύο χρόνια αργότερα.
Τι γνωρίζουμε μέχρι στιγμής;
Την Τρίτη, όταν ο Poonawala ρωτήθηκε από δικαστήριο αν γνώριζε τι είχε κάνει, απάντησε ότι «ό,τι συνέβη έλαβε χώρα εν θερμώ και δεν ήταν σκόπιμο». Η δήλωσή του ερμηνεύτηκε από ορισμένους ως ομολογία, αλλά ο δικηγόρος του απέρριψε ότι ομολόγησε τη δολοφονία και δήλωσε ότι «συνεργάζεται πλήρως με την έρευνα».
Αμέσως μετά τη σύλληψή του, η αστυνομία είχε δηλώσει ότι ο Poonawala είχε ομολογήσει το έγκλημά του και τους είχε δώσει κάποια στοιχεία για να βρουν αποδείξεις. Στη συνέχεια, ερεύνησαν το διαμέρισμά του και τον οδήγησαν σε ένα κοντινό δάσος όπου – όπως είπαν – «είχε πετάξει μέλη του σώματος».
Η αστυνομία λέει ότι έχουν ανακτήσει κάποια οστά και μέρη του σώματος, τα οποία έχουν σταλεί για ιατροδικαστική ανάλυση και θα συγκριθούν με τα δείγματα DNA του πατέρα της για να διαπιστωθεί αν όντως είναι της 27χρονης.
Κενά
Την Τρίτη, η αστυνομία δήλωσε στο δικαστήριο ότι το 80% της έρευνάς της έχει ολοκληρωθεί, αλλά οι πληροφορίες λένε ότι εξακολουθούν να αναζητούν κρίσιμα στοιχεία που θα τους βοηθήσουν να χτίσουν μια αδιάσειστη υπόθεση. Από το διαμέρισμα όπου ζούσε το ζευγάρι δεν έχουν βρεθεί αντικείμενα της Γουόλκερ και ορισμένα από τα στοιχεία μπορεί να έχουν διακυβευτεί, καθώς έχουν περάσει μήνες από την υποτιθέμενη δολοφονία.
Η αστυνομία λέει ότι πιστεύει ότι ένα «βαρύ, αιχμηρό όπλο», όπως ένα πριόνι ή ένα μαχαίρι χασάπη, χρησιμοποιήθηκε για τον διαμελισμό του πτώματος, αλλά δεν το έχει ακόμη ανακτήσει. Επίσης, δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί αν τα οστά που έχουν ανακτήσει είναι πραγματικά του θύματος και ορισμένες αναφορές λένε ότι η ποιότητά τους μπορεί να είναι υποβαθμισμένη, καθώς τα οστά βρέθηκαν μήνες μετά την υποτιθέμενη δολοφονία.
Η αστυνομία του Δελχί έχει επικριθεί ότι διαθέτει ελάχιστα συγκεκριμένα στοιχεία και ότι η υπόθεσή της βασίζεται εξ ολοκλήρου σε έμμεσες αποδείξεις που δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τον έλεγχο στο δικαστήριο.
Το BBC επικοινώνησε με την αστυνομία του Δελχί, αλλά οι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ήταν «απασχολημένοι με την έρευνα».
Οι κάτοικοι στις σεισμόπληκτες περιοχές της Τουρκίας περνούσαν δίπλα από εκατοντάδες πτώματα που βρίσκονται σε γήπεδα και χώρους στάθμευσης, σηκώνοντας προσεκτικά από το πρόσωπό τους τις κουβέρτες που τους καλύπτουν προσπαθώντας να αναγνωρίσουν τους νεκρούς συγγενείς τους μετά τον ισχυρό σεισμό που συγκλόνισε την περιοχή.
Η Νάντα, μια Σύρια και ο Τούρκος σύζυγός της ρώτησαν μέλος των σωστικών ομάδων ποιος είναι ο πλέον κατάλληλος τρόπος για να βρουν την ανιψιά και τη θεία τους μεταξύ των 100 και πλέον πτωμάτων που έχουν τοποθετηθεί στον χώρο στάθμευσης στο νοσοκομείο του Χατάι κοντά στην πόλη Αντάκια (Αντιόχεια) της νότιας Τουρκίας.
«Η γυναίκα μου δεν μιλά τουρκικά και εγώ δεν βλέπω πολύ καλά», δήλωσε ο σύζυγος, που δεν έδωσε το όνομά του. «Πρέπει να ελέγξουμε όλα τα πρόσωπα. Χρειαζόμαστε βοήθεια».
Πολλοί από αυτούς που σκοτώθηκαν στον σεισμό –που σημειώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας– είχαν τοποθετηθεί σε ειδικούς σάκους, ή είχαν καλυφθεί με κουβέρτες ή μουσαμάδες, έως ότου τους αναγνωρίσουν συγγενείς ή φίλοι και τους μεταφέρουν από το σημείο αυτό. Τα πτώματα είχαν τοποθετηθεί σε σκηνές ή πάνω στο πεζοδρόμιο έξω από το νοσοκομείο των 1.130 κλινών που κατασκευάστηκε το 2016, το οποίο υπέστη πολύ μεγάλες ζημιές.
«Θεε μου, κοίτα πώς είμαστε»
Σε κάποιους νεκρούς υπήρχαν ετικέτες με τα προσωπικά τους στοιχεία, σε άλλους όχι. Οι συγγενείς που εντοπίζουν κάποιο δικό τους πρόσωπο λαμβάνουν πιστοποιητικό θανάτου και άδεια ταφής από εισαγγελέα που βρίσκεται στο σημείο και στη συνέχεια μεταφέρουν τους νεκρούς με τα δικά τους οχήματα.
Μια γυναίκα που δεν μπορούσε να βρει τη αδελφή της φώναζε: «Θεέ μου, κοίτα πώς είμαστε, θα είμαστε ευγνώμονες εάν βρούμε τις σορούς των δικών μας ανθρώπων».
Ο Ερντέμ, 36 ετών, εργαζόμενος στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης που ήρθε από τη Σμύρνη, στη δυτική Τουρκία, δήλωσε ότι ένα πρόβλημα είναι η έλλειψη νεκροτομείων και ότι οι συντονιστές περιμένουν φορτηγά-ψυγεία για να τοποθετήσουν τους νεκρούς.
Προς τα βόρεια, στο Καχραμανμαράς, κοντά στο επίκεντρο του σεισμού, τουλάχιστον 100 πτώματα είχαν τοποθετηθεί σε γήπεδο, όπου οι κάτοικοι πήγαιναν για αναγνώριση.
Μια γυναίκα έπεσε στα γόνατα, κλαίγοντας. Εντός του αγωνιστικού χώρου και κάτω από σειρές άδειων καθισμάτων για θεατές, κείτονταν τα πτώματα τριών μικρών παιδιών καλυμμένα με σεντόνια πάνω σε παιδικά φορεία.
Στη νέα λίστα συμπεριέλαβε έξι οντότητες που παρέχουν στρατιωτικό εξοπλισμό, όπως μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι κυρώσεις στοχοθέτησαν επίσης οκτώ πρόσωπα και μία οντότητα που συνδέεται με χρηματοοικονομικά δίκτυα που βοηθούν στη «διατήρηση πλούτου και ισχύος μεταξύ μελών της ελίτ του Κρεμλίνου», ανέφερε η κυβέρνηση σε ανακοίνωση σήμερα Τετάρτη, τη στιγμή που ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι επισκέπτεται τη Βρετανία.
«Η Ουκρανία έχει δείξει στον Πούτιν ότι δεν θα καμφθεί υπό την τυραννική του εισβολή. Εκείνος απάντησε με το χτυπά αδιακρίτως περιοχές αμάχων και κρίσιμης σημασίας εθνικές υποδομές σε όλη τη χώρα», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κλέβερλι σε ανακοίνωση. «Δεν μπορούσε να τον αφήσουμε να επιτύχει. Πρέπει να αυξήσουμε τη στήριξή μας».
Η Βρετανία έχει επιβάλει κυρώσεις σε πάνω από 1.300 πρόσωπα και οντότητες στη Ρωσία κατά τον περασμένο χρόνο.